-
1 день
день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные* * *мη (η)μέραнерабо́чий день — η μέρα αργίας
бу́дний день — η καθημερινή
рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια
ка́ждый день — κάθε μέρα
че́рез день — μέρα παρά μέρα
на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη
с сего́дняшнего дня — από σήμερα
с за́втрашнего дня — από αύριο
в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι
в пе́рвой полови́не дня — το πρωί
во второ́й полови́не дня — το απόγευμα
Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας
Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας
День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης
••изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη
со дня на́ день — από μέρα σε μέρα
до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)
-
2 молодёжный
-
3 фестиваль
фестиваль м το φεστιβάλ; Всемирный фестиваль молодёжи и студентов το Διεθνές φεστιβάλ της νεολαίας* * *мτο φεστιβάλВсеми́рный фестива́ль молодёжи и студе́нтов — το Διεθνές φεστιβάλ της νεολαίας
-
4 молодежный
молодежн||ыйприл τής νεολαίας, των νέων, νεολαιίστικος:\молодежныйые организации οἱ ὁργανώσεις τής νεολαίας. -
5 цвет
цвет 1-а, πλθ. цвета α.χρώμα, χρωματισμός•красный цвет κόκκινο χρώμα•
тмный цвет το σκούρο χρώμα•
цвет кожи το χρώμα του δέρματος•
смуглый цвет лица μελαχροινό χρώμα του προσώπου.
цвет 2-а α.1. (συνήθως πλθ. цветы -ов), λουλούδι, άνθος•живые -ы φυσικά άνθη•
ис-куственные -ы τεχνητά άνθη•
полевые -ы αγριολούλουδα.
2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, η αφρόκρεμα•цвет молоджи το άνθος της νεολαίας•
цвет науки το άνθος της επιστήμης.
3. άνθιση, -μα, λουλούδισμα•в -у στο άνθισμα•
до -а πριν το άνθισμα.
|| αθρσ. • τα άνθη, τα λουλούδια•липовый цвет τα λουλούδια της φλαμουριάς.
εκφρ.дать цвет – ανθίζω, βγάζω λουλούδια•в (во) -е лет – στο άνθος της ηλικίας. -
6 воспитание
воспитаниес ἡ ἀνατροφή, ἡ ἀγωγή, ἡ διαπαιδαγώγηση [-ις], ἡ διάπλαση [-ις]:\воспитание молодежи ἡ διαπαιδαγώγηση τῆς νεολαίας' физическое \воспитание ἡ σωματική ἀγωγή· взять ребенка на \воспитание ἀναλαμβάνω τήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ· получить хорошее \воспитание ἀνατρέφομαι καλά. -
7 фестиваль
фестивальм τό φεστιβάλ:Всеми́рши́ \фестиваль молодежи τό Παγκόσμιο φεστιβάλ τής νεολαίας. -
8 молодёжный
[μαλαντιόζνυϊ] εκ. της νεολαίας -
9 молодёжный
[μαλαντιόζνυϊ] επ της νεολαίας -
10 интернациональный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. διεθνής•-ые свизи οι διεθνείς δεσμοί.
2. διεθνιστικός•-ое воспитание молоджи διεθνιστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας.
-
11 молодёжный
επ.νεολαιίστικος, της νεολαίας, των νέων•-ая организация νεολαιίστικη οργάνωση•
-ая песня νεολαιίστικο τραγούδι.
-
12 юношеский
επ.νεανικός, εφηβικός•юношеский возраст νεανική ηλικία.
|| των νέων, της νεολαίας•-ая газета εφημερίδα των νέων.
-
13 посиделки
-лок πλθ. (διαλκ.) βεγγέρα της αγροτικής νεολαίας.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παναγούλης, Αλέξανδρος — (1939 – 1976). Πολιτικός. Γιος αξιωματικού του στρατού, εντάχθηκε στο προοδευτικό κίνημα από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1960 γράφτηκε στη σχολή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων και ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου αγωνίστηκε στις γραμμές της νεολαίας της… … Dictionary of Greek
Μίσσιος, Χρόνης — (Καβάλα 1930 –). Συγγραφέας. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να εργάζεται ως μικροπωλητής στο λιμάνι, εγκαταλείποντας το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού. Κατά τη διάρκεια της κατοχής ζούσε ως βοσκός στα… … Dictionary of Greek
Βαφειάδης, Μάρκος — (Θεοδόσια, Μικρά Ασία 1906 – Αθήνα 1992). Ηγετική μορφή της Ελληνικής Αντίστασης (1941 44) και βουλευτής (1989 92). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πέρασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια πήγε στην Καβάλα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… … Dictionary of Greek
Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek